φαράσι

φαράσι
[фараси] ουσ о. совок для мусора.

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "φαράσι" в других словарях:

  • φαράσι — το, Ν είδος μικρού πλαστικού ή μεταλλικού φτυαριού για τα σκουπίδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. faraş] …   Dictionary of Greek

  • φαράσι — το (λ. τουρκ.), είδος μικρού φτυαριού για το μάζεμα των σκουπιδιών στα σπίτια, ο σκουπιδολόγος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκουπιδολόγος — ο, Ν οικιακό σκεύος με το οποίο μαζεύονται τα σκουπίδια, τα αποσαρίδια, το φαράσι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκουπίδι + λόγος*] …   Dictionary of Greek

  • făraş — FĂRÁŞ, făraşe, s.n. Obiect casnic în formă de lopată cu coadă scurtă, în care se adună cu mătura gunoiul, se strânge jarul etc. [var.: foráş s.n.] – Din tc. faraş. Trimis de LauraGellner, 07.05.2004. Sursa: DEX 98  făráş s. n., pl. făráşe Trimis …   Dicționar Român


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»